ενωτικός

ενωτικός
η , ό[ν] 1.
1) объединяющий, объединительный; соединяющий, соединительный, связывающий;

ενωτικός κρίκος — связующее звено;

2) стремящийся к единству, объединению;

§ ενωτικόν βάρος хим. — атомный вес;

2. (ο ) сторонник объединения; унионист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενωτικός" в других словарях:

  • ἑνωτικός — serving to unite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… …   Dictionary of Greek

  • ενωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην ένωση, ο συνδετικός. 2. το αρσ. ως ουσ., ενωτικός ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση: Οι ενωτικοί της Κύπρου. 3. το ουδ. ως ουσ., ενωτικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνωτικά — ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc pl ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc/acc dual ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικώτερον — ἑνωτικός serving to unite adverbial comp ἑνωτικός serving to unite masc acc comp sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικῶν — ἑνωτικός serving to unite fem gen pl ἑνωτικός serving to unite masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικόν — ἑνωτικός serving to unite masc acc sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικώτατον — ἑνωτικός serving to unite masc acc superl sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικαῖς — ἑνωτικός serving to unite fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικαί — ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικοῖς — ἑνωτικός serving to unite masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»