ἑνωτικός — serving to unite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… … Dictionary of Greek
ενωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην ένωση, ο συνδετικός. 2. το αρσ. ως ουσ., ενωτικός ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση: Οι ενωτικοί της Κύπρου. 3. το ουδ. ως ουσ., ενωτικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνωτικά — ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc pl ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc/acc dual ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικώτερον — ἑνωτικός serving to unite adverbial comp ἑνωτικός serving to unite masc acc comp sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικῶν — ἑνωτικός serving to unite fem gen pl ἑνωτικός serving to unite masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικόν — ἑνωτικός serving to unite masc acc sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικώτατον — ἑνωτικός serving to unite masc acc superl sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικαῖς — ἑνωτικός serving to unite fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικαί — ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνωτικοῖς — ἑνωτικός serving to unite masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)